- σπεκουλαδόρος
- ο, θηλ. σπεκουλαδόρισσα, Νκερδοσκόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculatore «υπολογιστής, κερδοσκόπος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπεκουλαδόρος — ο κερδοσκόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)